- ενοικοδομώ
- (AM ἐνοικοδομῶ, -έω) [οικοδομώ]χτίζω, οικοδομώ κάπουαρχ.1. οικοδομώ, χτίζω κάπου για τον εαυτό μου («τεῑχος ἐνοικοδομησάμενοι ἔφθειρον τοὺς ἐν τῇ πόλει», Θουκ.)2. αποφράζω, κλείνω με τοίχο («ἐνοικοδομῆσαι τὴν εἴσοδον», Αρριαν.)3. ανοικοδομώ.
Dictionary of Greek. 2013.